χρυσοχαῖτα

χρυσοχαῖτα
χρυσοχαῑτα
1 golden haired ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων (Mosch.: -χαίτας codd.) P. 2.16

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοχαῖτα — χρῡσοχαῖτα , χρυσοχαίτης golden haired masc nom sg (epic) χρῡσοχαῖτα , χρυσοχαίτης golden haired masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοχαίτης — ου, ὁ, θηλ. χρυσόχαιτις, αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῑτα και χρυσοχαίτας Α αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. μελαγ χαίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”