- χρυσοχαῖτα
- χρυσοχαῑτα1 golden haired ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων (Mosch.: -χαίτας codd.) P. 2.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χρυσοχαῖτα — χρῡσοχαῖτα , χρυσοχαίτης golden haired masc nom sg (epic) χρῡσοχαῖτα , χρυσοχαίτης golden haired masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχαίτης — ου, ὁ, θηλ. χρυσόχαιτις, αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῑτα και χρυσοχαίτας Α αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. μελαγ χαίτης] … Dictionary of Greek